χωρήσεις

χωρήσεις
χώρησις
a going
fem nom/voc pl (attic epic)
χώρησις
a going
fem nom/acc pl (attic)
χωρέω
to be fond of dwelling in
aor subj act 2nd sg (epic)
χωρέω
to be fond of dwelling in
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κτοίνα — και κτοῑνα, ἡ (Α) επιγρ. 1. (για τις αρχαίες ελληνικές πολιτείες, συνήθ. τής Ρόδου) υποδιαίρεση τής φυλής, η οποία αναλογεί με τους δήμους τής Αττικής 2. (κατά τον Ησύχ.) «κτῡναι ἢ κτοῑναι χωρήσεις προγονικῶν ἱερείων, ἢ δῆμος μεμερισμένος».… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”